παρακυλώ

παρακυλώ
παρακυλάω 1. μετ. слишком много катать (по земле);
2. αμετ. сильно качаться, раскачиваться (о судах);

παρακυλιέμαι, παρακυλιούμαι

1) — слишком много кататься;

2) сильно качаться, раскачиваться (о судах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παρακυλώ" в других словарях:

  • παρακυλώ — άω 1. (για πλοίο) γέρνω πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά λόγω τρικυμίας, κλυδωνίζομαι, υφίσταμαι διατοιχισμό, διατοιχώ 2. κυλώ κάτι υπερβολικά 3. μέσ. παρακυλιέμαι και παρακυλιούμαι ξαπλώνω και κάνω επανειλημμένα περιστροφές με το σώμα,… …   Dictionary of Greek

  • παρακυλώ — παρακύλησα, παρακυλήθηκα, κυλώ κάτι ή κάποιον· το μέσ., κυλιέμαι υπερβολικά: Παρακυλήθηκε το παιδί στα χώματα κι έγινε χάλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακύλισμα — και παρακύλημα, το 1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι 2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις 3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση» ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής… …   Dictionary of Greek

  • παρακυλητό — το το παρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακυλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»